- πίεστρο
- το / πίεστρον, ΝΑτο πιεστήριονεοελλ.1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά.2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση αιμορραγίας, την παρακώλυση τής κυκλοφορίας σε ένα μέλος τού σώματος, την πίεση τών νεύρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμασ-τρον, λύ-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.